- εκφαλαγγίζω
- ἐκφαλλαγγίζω (Α)βγαίνω έξω από τη φάλαγγα, ξεφεύγω από τη γραμμή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκφαλαγγίσασαν — ἐκφαλαγγίσᾱσαν , ἐκφαλαγγίζω swerve from line aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)